- ὀχείαν
- ὀχείᾱν , ὀχείαa coveringfem acc sg (attic doric aeolic)ὀχείᾱν , ὀχεῖοςkept for breedingfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
VACCA — I. VACCA Diodoro memoratur inter animalia, quae Aegyptii ob utilitatem, quam ex iis caperent, veneratentur, namque την` μὲν θήλειον βοῦν ἐργάταν τίκτειν, καὶ την` ἐλαφρὰν τῆς γῆς αροῦν, et ipsam vomere terram proscindere aliosque qui hoc… … Hofmann J. Lexicon universale
ευετηρία — εὐετηρία, ἡ (Α) 1. καλό έτος, καλή χρονιά, καλή σοδειά (α. «ὅτι ὁ σῑτος ἐν τῇ πόλει πολὺς εἴη, εὐετηρίας γενομένης τῷ πρόσθεν ἔτει», Ξεν. β. «τῶν δὲ προβάτων ἐὰν μὲν τὰ πρεσβύτερα ὁρμᾷ πρὸς τὴν ὀχείαν, φασὶν οἱ ποιμένες σημεῑον εὐετηρίας εἶναι… … Dictionary of Greek
μυχλός — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκολιός, ὀχευτής, λάγνης, μοιχός, ἀκρατής Φωκεῑς δὲ καὶ ὄνους τοὺς ἐπὶ ὀχείαν πεμπομένους». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μύκλος] … Dictionary of Greek
ολολυγών — ὀλολυγών, όνος, ἡ (Α) 1. δυνατή φωνή, κραυγή από χαρά ή από κλάμα 2. η ερωτική κραυγή τού αρσενικού βατράχου όταν καλεί το θηλυκό για οχεία («καὶ τὴν ὀλολυγόνα δὲ τὴν γινομένην ἐν τῷ ὕδατι οἱ βάτραχοι οἱ ἄρρενες ποιοῡσιν, ὅταν ἀνακαλῶνται τὰς… … Dictionary of Greek